- ἐπιναύσιος
- ἐπιναύσιος, ον, (ναυσίἀA feeling nausea, sickish, Plb.31.14.1; subject to vomiting, Hp.Dent.3.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επιναύσιος — ἐπιναύσιος, ον (Α) αυτός που αισθάνεται ναυτία («προσποιηθεὶς ὡς ἐπιναύσιος γεγονὼς ἀπηλλάττετο», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + * ναύσ ιος (< ναυς «πλοίο»), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. υπο ναύσιος)] … Dictionary of Greek
ἐπιναύσιος — feeling nausea masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιναύσια — ἐπιναύσιος feeling nausea neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)